- διαπνέεται
- διαπνέωblow throughpres ind mp 3rd sg (epic ionic)διαπνέωblow throughpres ind mp 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
αισιόδοξος — η, ο 1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής 2. αίσιος, ευνοϊκός «αισιόδοξη προοπτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + δοξος < δόξα απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).… … Dictionary of Greek
αλτρουιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»). ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός] … Dictionary of Greek
διαπνέω — (Α διαπνέω) 1. (για τον αέρα) πνέω, φυσώ, μετακινούμαι από ένα σημείο σε άλλο 2. (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) αναπνέω από τους πόρους τού σώματος νεοελλ. 1. εμπνέω, παρακινώ, παρορμώ 2. παθ. διαπνέομαι διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα… … Dictionary of Greek
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
ευζήλωτος — εὐζήλωτος, ον (Μ) 1. αυτός που διαπνέεται από μεγάλο ζήλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐζήλωτον θερμός ζήλος, μεγάλος ενθουσιασμός. επίρρ... εὐζηλώτως με ζήλο, με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζηλωτός (< ζηλώ)] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
νεοανθρωπισμός — ο (φιλοσ.) θεωρία η οποία πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τον 18ο αιώνα και έθετε ως βάση τού ανθρωπισμού όχι πλέον τη μίμηση τών κλασικών προτύπων αλλά τη νέα δημιουργική εργασία η οποία διαπνέεται από το πνεύμα τής κλασικής αρχαιότητας.… … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
φιλανθρωπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλανθρωπία, αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, αγαθοεργός 2. φρ. α) «φιλανθρωπικό ίδρυμα» νομικό και κοινωνικό όργανο, υπό τη μορφή αυτόνομου οργανισμού, μέσω τού οποίου χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek